Η ύπαρξη υπηρεσιών που είχαν την ευθύνη των σχολικών κτιρίων στην Κύπρο, ανάγεται στην περίοδο της Αγγλοκρατίας με τη λειτουργία Γραφείου Παιδείας. Αρχικά τα κτίρια Δημοτικής Εκπαίδευσης υπάγονταν στις τοπικές αρχές και στις Σχολικές Εφορείες στις αστικές περιοχές, ενώ η Μέση Εκπαίδευση ήταν ιδιωτική. Οι Σχολικές Εφορείες είναι ένας θεσμός που χάνεται στο βάθος του χρόνου και ανάγεται στην εποχή της Τουρκοκρατίας. Τα έξοδα ανέγερσης Δημοτικών Σχολείων αναλάμβαναν οι τοπικές αρχές με τη συμμετοχή του κράτους με δανεισμό ή χορηγίες, για να καλυφθεί το αναγκαίο κόστος. Πολλά σχολικά κτίρια κτίστηκαν με δαπάνες ιδιωτών.
Οι στενοί δεσμοί με την Ελλάδα και η οικονομική και πολιτιστική στήριξη των πλούσιων και ισχυρών θρησκευτικών ιδρυμάτων, τοποθετεί τα σχολεία στο επίκεντρο της εθνοκεντρικής ατμόσφαιρας της εποχής. Ειδικά στην περίπτωση της ελληνικής - κυπριακής κοινότητας που είδε τη βρετανική κυριαρχία ως μια ευκαιρία για αποοθωμανοποίηση του νησιού και την ένωση με το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, τα σχολικά κτίρια (από τα αστικά γυμνάσια μεχρι τα δημοτικά σχολεία της υπαίθρου) έγιναν ένας προνομιακός χώρος για πειραματισμό με τον νεοκλασικισμό, τον οποίον κωδικοποίησε και προέβαλε ως μια εθνοκεντρική εικόνα στο δημόσιο χώρο.
Παρθεναγωγείο Φανερωμένης (1924) του Θεόδωρου Φωτιάδη
Το Παρθεναγωγείο Φανερωμένης, σχεδιασμένο από τον Θεόδωρο Φωτιάδη στις αρχές της δεκαετίας του 1920, πήρε το όνομά του από την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία που στέκεται μπροστά του. Η πρόσοψή του, που κατασκευάστηκε από τοπικό πωρόλιθο, προβάλλει μια μορφή ευρωπαϊκού ορθολογισμού, ενώ ταυτόχρονα αναφέρεται στα σύγχρονα δημόσια σχολεία και άλλα δημόσια κτίρια στην Ελλάδα. Τα σχολικά κτίρια συνεχίζουν να σχεδιάζονται από ιδιώτες αρχιτέκτονες, Δημοτικούς Μηχανικούς, αλλά και από το Τμήμα Δημοσίων Έργων (Public Works Department) της Αποικιακής Κυβέρνησης.
Άλλο ένα έργο σταθμός στα χρονικά της Κυπριακής σχολικής αρχιτεκτονικής αποτέλεσε το κτίριο της Νέας Αγγλικής Σχολής στη Λευκωσία. Ήταν ένα από τα πρώτα αρχιτεκτονικά βραβεία στην Κύπρο και κτίστηκε το 1939, με υπεύθυνο αρχιτέκτονα τον Οδυσσέα Τσαγγαρίδη. Για την ετοιμασία των σχεδίων της Αγγλικής Σχολής (μελέτη του 1936) συνεργάστηκε με μηχανικούς του Τμήματος Δημοσίων Έργων, που κυρίως εκτελούσαν χρέη σχεδιαστή, τους L.S. Pashias, M. Josephides και Παναγιώτη Σταυρινίδη, αφού κυρίως το τμήμα Δημοσίων Έργων στελεχωνόταν από Άγγλους Μηχανικούς. Μετά την Αγγλική Σχολή εκτέλεσε ακόμη ένα σπουδαίο σχολικό έργο, το νέο επιβλητικό κτίριο του Γυμνασίου της Λαπήθου, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1943. Για την ανέγερση του κτιρίου έγιναν έρανοι μεταξύ των κατοίκων της περιοχής αλλά και εισφορές από ομογενείς του εξωτερικού, κυρίως στην Ελλάδα και την ευθύνη του εράνου ανέλαβε η Ρεβέκκα Πολυμέρου, αδερφή του Οδυσσέα Τσαγγαρίδη, γι’ αυτό και στο Γυμνάσιο η αίθουσα τελετών ονομάστηκε Τσαγγαρίδειος Αίθουσα, προς τιμήν της οικογένειάς του.
Ελληνικόν Γυμνάσιο Λαπήθου (1943) του Οδυσσέα Τσαγγαρίδη
1950 – 1960
Η περίοδος μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο χαρακτηρίστηκε από μια εντατική διαδικασία αστικοποίησης, δημιουργώντας την ανάγκη για ένα μεγάλο αριθμό σχολικών κτιρίων που είχαν κατασκευαστεί υπό την αιγίδα των τοπικών αρχών και τις Σχολικές Εφορείες. Τα σχολεία αυτά είχαν χωροθετηθεί στην περιφέρεια του αστικού πυρήνα, μέσα σε κατοικημένες περιοχές. Τα σχολεία αυτά συνέχισαν να είναι τα κύρια κοινωνικά και αστικά στοιχεία για κάθε κοινότητα. Αξιόλογα σχολικά κτίρια ανεγέρθηκαν τη δεκαετία του `50 από Κύπριους αρχιτέκτονες της εποχής με σπουδές στο εξωτερικό.
Αξίζει να αναφερθεί ότι το πρώτο αρχιτεκτονικό γραφείο που εφάρμοσε τον σχεδιασμό μοντέρνων σχολικών κτιρίων στην Κύπρο, βασισμένο κυρίως σε πρότυπα σχεδιασμού του Υπουργείου Παιδείας της Ελλάδας, ήταν το Τεχνικό Γραφείο των Ιωάννη Περικλέους και Νικόλαου Ρούσου. Ειδικά το Αθηναΐδειο Γυμνάσιο Θηλέων (σήμερα Γυμνάσιο Καθολικής) αλλά και το Λανίτειο Γυμνάσιο Λεμεσού, έχουν σαφείς αναφορές στα μοντέρνα σχολικά κτίρια της Ελλάδας.
Αθηναΐδειο Γυμνάσιο Θηλέων (1950) του Τεχνικού Γραφείου των Ιωάννη Περικλέους και Νικόλαου Ρούσου
Σημαντικός σταθμός στα χρονικά της Κυπριακής Εκπαίδευσης αποτελεί η εγκαθίδρυση επίσημα των Τεχνικών Σχολών. Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου το 1944, διαπιστώθηκε έλλειψη ειδικευμένου τεχνικού προσωπικού. Το 1952, μετά από εισηγήσεις ειδικού εμπειρογνώμονα από το Ηνωμένο Βασίλειο, αποφασίστηκε η εισαγωγή ενός ολοκληρωμένου συστήματος Τεχνικής Εκπαίδευσης σε τρία επίπεδα ως ακολούθως: α) Προπαρασκευαστικές Τεχνικές Σχολές β) Τεχνικές Επαγγελματικές Σχολές και γ) Τεχνικά Ινστιτούτα. Οι δύο πρώτες Τεχνικές Σχολές που λειτούργησαν μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ήταν η Τεχνική Σχολή Λευκωσίας και η Τεχνική Σχολή Λεμεσού. Κατά την περίοδο 1956 – 59 γινόντουσαν δεκτοί κατόπιν εισαγωγικών εξετάσεων απόφοιτοι Δημοτικού.
Άλλα αξιόλογα κτίρια που ανεγέρθηκαν τη δεκαετία του 50 ήταν ο Δημοτικός Παιδοκομικός και Βρεφικός Σταθμός Αμμοχώστου του Σταύρου Οικονόμου, ο Δημοτικός Παιδοκομικός και Βρεφικός Σταθμός Λεμεσού του Φώτη Κολακίδη, το Δημοτικό Σχολείο Αγίου Ιωάννου Αμμοχώστου και η Μέση Εμπορική Σχολή Πολεμίου του Δημήτρη Θυμόπουλου. Τα Νέα σχολεία Κατωτέρας Παιδείας Α’ Αστική – Α’ Παρθεναγωγείο και Κατώτερο Μικτό Λεμεσού (σήμερα Α’ Δημοτικό Σχολείο Λεμεσού), Δ’ Αστική Σχολή Λεμεσού (σήμερα Δ’ Δημοτικό Σχολείο Λεμεσού) και το Ε’ Δημοτικό Σχολείο Αρρένων και Θηλέων Λεμεσού (σήμερα Ε’ Δημοτικό Σχολείο Λεμεσού – Αγίου Ιωάννη) των Ιωάννη Περικλέους και Νικόλαου Ρούσου. H Τεχνική Σχολή Λευκωσίας των Tripe & Wakeham Partnership και Τεχνικές Σχολές Λεμεσού και Λεύκας των Orman & Partners. Αλλά και τα σχολικά κτίρια των Δημοτικών Σχολείων Άλωνας και Αθηένου του Νεοπτόλεμου Μιχαηλίδη.
Εκείνα όμως τα σχολικά κτίρια που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην μετέπειτα σχολική αρχιτεκτονική της Κύπρου, ήταν τα σχολικά κτίρια του Δημήτρη Θυμόπουλου. Με τους χαρακτηριστικούς ανοικτούς διαδρόμους τα μωσαϊκά και μπετονένια συστήματα σκίασης, την επένδυση τους με τα κυπριακά τοπικά υλικά, κυρίως τον τοπικό πωρόλιθο.
Δημοτικό Λυκαβητού (1955) του Δημήτρη Θυμόπουλου.
Παγκύπριο Γυμνάσιο Θηλέων (1957 - 1962) του Δημήτρη Θυμόπουλου
Ειδικά το Παγκύπριο Γυμνάσιο Θηλέων (που τώρα στεγάζει το Λύκειο Παλλουριώτισσας) αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα δείγματα της αρχιτεκτονικής του μοντέρνου κινήματος στην Κύπρο. Είναι ένα από τα πρώτα σχολικά κτίρια που σχεδιάζεται ακολουθώντας τις αρχές του μοντερνισμού, δίνοντας έμφαση στην λειτουργικότητα.
Κάτοψη Παγκυπρίου Γυμνασίου Θηλέων.
1960 - 1974
Μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, συνεχίζεται η ανέγερση σχολικών κτιρίων από ιδιώτες αρχιτέκτονες. Παραδείγματα αυτής της εποχής είναι τα Σχολεία του Κύκκου του γραφείου Ι. Και Α. Φιλίππου και το Γυμνάσιο Αγίου Γεωργίου Λάρνακας των Ρούσου και Περικλέους.
Η Μέση Εκπαίδευση αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της ραγδαίας ανάπτυξης της Κυπριακής Δημοκρατίας και έδωσε το πρώτο εύψυχο υλικό που στελέχωσε τον νεοσύστατο κρατικό μηχανισμό και τη μαγιά των πρώτων επιστημόνων της κυπριακής κοινωνίας της δεκαετίας του 60 που οδήγησαν στη θεμελίωση ενός σύγχρονου και ευημερούντος κράτους με ανοικτούς τους ορίζοντές του.
Σχολεία του Κύκκου του γραφείου Ι. Και Α. Φιλίππου (1963)
Τη δεκαετία του `60 και μετά την ανεξαρτησία ιδρύονται οι Τεχνικές Υπηρεσίες, ως μετεξέλιξη του Τεχνικού Τμήματος που υπήρχε στο Γραφείο Παιδείας, με τη σημερινή τους μορφή. Ως Προϊστάμενος και πρώτος αρχιτέκτονας του τμήματος προσλαμβάνεται ο Πεύκιος Γεωργιάδης. Έτσι αναλαμβάνει την μελέτη των νέων σχολείων της Κύπρου, κυρίως Δημοτικών. Οι προδιαγραφές και τα κτιριολογικά προγράμματα που εφαρμόζονται είναι λιτά, απλές αίθουσες διδασκαλίας, εργαστήρια τις πιο πολλές φορές δεν υπάρχουν. Οι χώροι υγιεινής βρίσκονται εκτός του κτιρίου. Γίνεται πολλαπλή χρήση χώρων, όπως για παράδειγμα αίθουσες διδασκαλίας με διαφράγματα που γίνονται χώροι εκδηλώσεων. Σημαντική είναι η χρήση ηλιοθραυστών στα παράθυρα για ηλιοπροστασία. Σε ορισμένα όπως το Δημοτικό Δροσιάς στη Λάρνακα εφαρμόζονται καινοτόμες ιδέες, προφανώς με πρωτοβουλία του αρχιτέκτονα, όπως η δημιουργία υπαίθριων χώρων μάθησης και η ενσωμάτωση του χώρου δραστηριοτήτων μέσα στην τάξη, έτσι ώστε να λειτουργεί σαν αυτόνομη μονάδα. Οι τύποι των σχολείων αυτών ήταν καθορισμένοι και επαναλαμβάνονταν. Τέτοια όμοια σχολεία είναι το Δημοτικό Σχολείο Δασούπολης, το Δημοτικό Σχολείο Δροσιάς Λάρνακας, το Α` Δημοτικό Σχολείο Αγίου Λαζάρου, το Δημοτικό Δευτεράς και το Γ` Δημοτικό Παραλιμνίου. Δημοτικό Δασούπολης (1965) – Τεχνικές Υπηρεσίες – Πεύκιος Γεωργιάδης
Εκτός της δημόσιας εκπαίδευσης ιδιαίτερη ανάπτυξη δεν έπαψε να γνωρίζει και η ιδιωτική εκπαίδευση, με κτίρια που σχεδιάζονται και λειτουργούν καθαρά από τον ιδιωτικό τομέα, τα οποία όμως δημιουργούν ένα ευρύτερο πλαίσιο για μελέτη της σχολικής αρχιτεκτονικής στην Κύπρο. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα είναι το κτίριο του Εμπορικού Λυκείου Λευκωσίας (σήμερα Γυμνάσιο Έγκωμης – Κυριάκος Νεοκλέους), σχεδιασμένο από το αρχιτεκτονικό γραφείο Ζεμπύλας και Κυθρεώτης.
Εμπορικό Λύκειο Λευκωσίας (1962) του γραφείου Ζεμπύλας και Κυθρεώτης
Στο τέλος της δεκαετίας του 60, γίνεται μια προσπάθεια επέκτασης και άλλων τομέων της εκπαίδευσης όπως η Ειδική και Ανώτερη Εκπαίδευση, ενώ ταυτόχρονα αρχίζουν να ανεγείρονται μια σειρά από Γυμνάσια. Χαρακτηριστικά το 1968 ιδρύεται το Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο, ως κοινό εκπαιδευτικό πρόγραμμα μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας, του Ταμείου Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών και του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας. Λειτούργησε ως δικοινοτικό ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μέχρι το 1973. Το Ινστιτούτο Ξενοδοχειακών και Επισιτιστικών Τεχνών ιδρύθηκε το 1969 ως κοινό έργο της Κυπριακής Κυβέρνησης και της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας. Παρείχε πολλές διευκολύνσεις, περιλαμβανομένου Ινστιτούτου για την εκπαίδευση ξενοδοχειακού και τουριστικού προσωπικού, Διεθνούς Κέντρου Συνεδρίων και ενός Ξενοδοχείου τεσσάρων αστέρων, του Ξενοδοχείου «Φιλοξενία». Τις σειρές μαθημάτων του Ινστιτούτου παρακολουθούσαν και σπουδαστές και από άλλες χώρες. Στη δεκαετία του 70 ξεκινούν και οι σχεδιασμοί για τη δημιουργία του Πανεπιστημίου Κύπρου στο χώρο που βρισκόταν η Παιδαγωγική Ακαδημία.
Το 1972 κτίζεται το Δημοτικό Σχολείο Αγίου Κασιανού, για την μεταστέγαση των μαθητών των ιστορικών νεοκλασικών κτιρίων Αρρεναγωγείου και Παρθεναγωγείου Αγίου Κασσιανού, αφού από την περίοδο 1962-64 το σχολείο βρισκόταν στο επίκεντρο των δικοινοτικών συγκρούσεων. Στο συγκεκριμένο κτίριο διαφάνηκε ο επηρεασμός του Πεύκιου Γεωργιάδη, στο αρχιτεκτονικό ύφος και φιλοσοφία, από το κίνημα του μοντερνισμού και της Ολλανδικής Σχολής. Έτσι η αρχιτεκτονική τυπολογία και μορφολογία πολλών σχολικών κτιρίων που μελέτησε τα τελευταία χρόνια στην Υπηρεσία, αντανακλά τα πιστεύω του στην δημοκρατία, την συλλογικότητα και την ανάγκη για ελεύθερη έκφραση των παιδιών.
Με την τουρκική εισβολή του 1974 και την απώλεια πέραν των 150 σχολείων, οι Τεχνικές Υπηρεσίες, με περιορισμένο προσωπικό, αναλαμβάνουν την κάλυψη των αναγκών ανέγερσης σχολικών κτηρίων στις ελεύθερες περιοχές. Οι μελέτες γίνονται από τους δύο αρχιτέκτονες της υπηρεσίας, τη Φρόσω Αντωνίου και την Ανδρούλλα Δημητρίου. Τα κτίρια αποτελούνται από τυποποιημένες και επαναλαμβανόμενες πτέρυγες που διατάσσονται ανάλογα με το τοπογραφικό ανάγλυφο και τον προσανατολισμό σε κάθε περίπτωση. Δεν παύουν από το να είναι λειτουργικά, είναι σχεδιασμένα όμως με πρώτιστο μέλημα την οικονομία, τόσο στη μορφή όσο και στο κόστος. Χαρακτηριστικά παραδείγματα κτιρίων που σχεδιάστηκαν αυτή την περίοδο είναι το Δημοτικό Σχολείο Αγίων Αναργύρων στη Λάρνακα, το Ειδικό Σχολείο Λάρνακας – Αγίου Σπυρίδωνα, το Β’ Δημοτικό Σχολείο Γερίου, το Γ’ Δημοτικό Σχολείο Λακατάμειας, το Γυμνάσιο Ακακίου, το Δημοτικό Σχολείο Πόλεως Χρυσοχούς, το Β’ Δημοτικό Σχολείο Πέρα Χωριού – Νήσου, το Περιφερειακό Γυμνάσιο Λευκωσίας – Αγίας Βαρβάρας κ.α.
Τη σχολική χρονιά 1978-79 τέθηκε σε εφαρμογή ο θεσμός των ΛΕΜ (Λύκειο Επιλογής Μαθημάτων). Η εισαγωγή νέων θεσμών, όπως αυτού του Λυκείου, αλλά και οι συνεχείς αλλαγές στα προγράμματα για σκοπούς εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης, φέρνουν αντιμέτωπους τους αρχιτέκτονες και μηχανικούς με το θέμα του εκσυγχρονισμού και ανακαίνισης μεγάλου μέρους υφιστάμενων σχολικών μονάδων. Πολλά από τα Λύκεια που γνωρίζουμε σήμερα λειτουργούσαν αρχικά ως γυμνάσια. Το 1983 διαχωρίζονται οριστικά τα σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης σε Γυμνάσια και Λύκεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα σχολείου που κτίστηκε εξαρχής ως Λύκειο είναι το Β Λύκειο Στροβόλου - Αποστόλου Βαρνάβα.
Παράλληλα, ανάπτυξη παρατηρείται και στον τομέα της Προδημοτικής εκπαίδευσης με τις μαζικές ανεγέρσεις Κοινοτικών Νηπιαγωγείων. Παρόλο που Νηπιαγωγεία λειτούργησαν από το 1903 στην Κύπρο και με την νομοθεσία του 1971 περί Ιδιωτικών Σχολείων και Φροντιστηρίων, ρυθμίστηκε η λειτουργία των Κοινοτικών Νηπιαγωγείων, το Δημόσιο Νηπιαγωγείο ως θεσμός αναπτύσσεται δεκαετίες αργότερα, κυρίως λόγω οικονομικών δυσκολιών, αλλά και της ανάγκης επαναπροσδιορισμού των προτεραιοτήτων στην εκπαίδευση μετά την Τουρκική Εισβολή. Οι ανάγκες για προδημοτική εκπαίδευση καλύπτονταν κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα.
Την δεκαετία του `90 Σύνδεσμοι Αρχιτεκτόνων και οργανωμένοι φορείς απαίτησαν την ανάληψη αρχιτεκτονικών μελετών από ιδιώτες, εφόσον υπήρχε έλλειψη προσωπικού στο Τμήμα, αλλά και για την αναβάθμιση της αρχιτεκτονικής των σχολικών κτηρίων. Τα πρώτα έργα με ιδιώτες μελετητές που έγιναν με αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, ήταν το Β` Δημοτικό Σχολείο Αυγόρου και το Περιφερειακό Γυμνάσιο Μαλούντας. Μαζί με το Γυμνάσιο Αποστόλου Παύλου στην Πάφο, του γραφείου Polytia Αrmos, θέτουν τις βάσεις για μια νέα αντίληψη για την σχολική αρχιτεκτονική στην Κύπρο.
Β` Περιφερειακό Γυμνάσιο Λευκωσίας στη Μαλούντα των Γιώργου Χατζηχρίστου και Έλλης Αντωνίου (1997)
Γυμνάσιο Αποστόλου Παύλου στην Πάφο του γραφείου Polytia Αrmos (1997)
Ειδικά στην περίπτωση του Β` Δημοτικού Σχολείου Αυγόρου των Ζήνωνα Σιερεπεκλή και Μάριου Οικονομίδη, γίνεται μια προσπάθεια να ληφθούν υπόψη, ιδιαίτερα οι βιοκλιματικοί παράγοντες που αφορούν στο σχεδιασμό ενός σύγχρονου σχολείου με παθητικά συστήματα φωτισμού, δροσισμού, αερισμού, σκίασης. Αυτή την βιοκλιματική διάσταση στο σχεδιασμό, μπορεί κανείς να την αντιληφθεί μέσα από όρους οικονομίας και εξοικονόμησης ενέργειας. Όπου στόχος είναι η δημιουργία χώρων που να εξυπηρετούν τις φυσικές, ψυχικές και πνευματικές ανάγκες του ανθρώπου. Χώρων που να είναι φιλικοί, φιλόξενοι και ευχάριστοι.
Β` Δημοτικό Σχολείο Αυγόρου των Ζήνωνα Σιερεπεκλή και Μάριου Οικονομίδη (1997)
Κάτοψη Β` Δημοτικό Σχολείο Αυγόρου
2004 - σήμερα
Η εμπλοκή ιδιωτών μελετητών και η πρόσληψη νέου προσωπικού δημιούργησε την ανάγκη για τη δημιουργία των προτύπων σχεδιασμού. Τα κτιριολογικά προγράμματα υπάρχουν στην υπηρεσία και δίνονται στον κάθε ιδιώτη μελετητή. Επιπρόσθετα οι προδιαγραφές για τους χώρους ενός σχολείου όπως αυτές καθορίζονται από την εκπαίδευση αλλάζουν συνεχώς. Έτσι τα πρότυπα Νηπιαγωγείου, Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου από το 2004 είναι εγχειρίδια που σκοπό έχουν να καθοδηγούν τους ιδιώτες μελετητές αλλά και τους λειτουργούς των Τεχνικών Υπηρεσιών. Η συγγραφή τους γίνεται με τη συνεισφορά και τις απόψεις των διευθύνσεων Δημοτικής και Μέσης Εκπαίδευσης και αναθεωρούνται όταν τα εκπαιδευτικά δεδομένα αλλάζουν.